αδήμευτος

αδήμευτος
-η, -ο [δημεύω]
αυτός που δεν δημεύτηκε, που δεν κατασχέθηκε προς όφελος κυρίως τού δημοσίου ή αυτός που δεν υπόκειται σε δήμευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδήμευτος — η, ο αυτός που δε δημεύτηκε ή δε δημεύεται: Η περιουσία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων είναι αδήμευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”